ἱππάκοπον

ἱππάκοπον
ἱππ-άκοπον, τό, (cf. ἄκοπος)
A remedy for horses, Hippiatr.130.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιππάκοπον — ἱππάκοπον, τὸ (Α) φάρμακο για ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἄ κοπον (< α στερητικό + κόπος), επίθ. που προσδιορίζει συχνά τα φάρμακα] …   Dictionary of Greek

  • ἱππακόπου — ἱππάκοπον remedy for horses neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”